- περίδεσμος
- περίδεσ-μος, ὁ,A band, belt, girdle, Gal.18(2).762, Aristaenet. 1.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίδεσμος — ο, ΝΜΑ [περιδέω] νεοελλ. 1. δεσμός από σχοινί, καλώδιο ή ακόμη και μεταλλικό υλικό, που δένεται γύρω από αντικείμενα προκειμένου να τά συγκρατήσει ή να διασφαλίσει την ακέραια μεταφορά τους 2. βοτ. παρέγχυμα το οποίο, στο μερίστωμα τού φύλλου,… … Dictionary of Greek
περιδέσμῳ — περίδεσμος band masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίδεσμον — περίδεσμος band masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
ανάζωστρο — το [αναζώνω] περίδεσμος για τη συγκράτηση ενός μέλους τού σώματος ή περισκελίδας … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
περίδεμα — το, ΝΑ [περιδέω] περίδεσμος αρχ. ταινία γύρω από το κεφάλι, διάδημα … Dictionary of Greek
περιδέσμιος — ον, Α [περίδεσμος] δεμένος γύρω γύρω, περίδετος … Dictionary of Greek
περιδεσμώ — έω, ΜΑ [περίδεσμος] περιδεσμεύω* … Dictionary of Greek
τραχηλοκάκκη — ἡ, Μ (ως όργανο βασανισμού) σιδερένιος περίδεσμος τού τραχήλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ. με πρώτο συνθετικό τη λ. τράχηλος και δεύτερο συνθετικό έναν τ. κάκκη, άγνωστης ετυμολ. (βλ. και λ. ποδοκάκκη)] … Dictionary of Greek
περίδεμα — το ο περίδεσμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)